- συγγεοῦχος
- συγγεοῦχος, ὁ,A fellow-γεοῦχος, Arch.Pap.1.209 ([place name] Ptolemaic).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγεούχος — ὁ, Α συνιδιοκτήτης κτημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γεοῦχος «κτηματίας» (< γέα / γῆ + οῦχος*)] … Dictionary of Greek